κατασκαφή

κατασκαφή
κατασκαφή
razing to the ground
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατασκαφή — η (AM κατασκαφή) [κατασκάπτω] 1. σκάψιμο πολύ βαθιά στη γή, βαθύ σκάψιμο ώς τα θεμέλια 2. η κατεδάφιση εκ θεμελίων, το γκρέμισμα («ἰὼ κατασκαφαὶ δόμων», Αισχύλ.) αρχ. τάφος («εἰς θανόντων ἔρχομαι κατασκαφάς», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • κατασκαφῇ — κατασκάπτω dig down aor subj pass 3rd sg κατασκαφή razing to the ground fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκαφαῖς — κατασκαφή razing to the ground fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκαφαί — κατασκαφή razing to the ground fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκαφῆς — κατασκαφή razing to the ground fem gen sg (attic epic ionic) κατασκαφής dug down masc/fem acc pl (attic epic doric) κατασκαφής dug down masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκαφήν — κατασκαφή razing to the ground fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκαφῶν — κατασκαφή razing to the ground fem gen pl κατασκαφής dug down masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαφή — Ορεινός οικισμός (95 κάτ., υψόμ. 520 μ.), στην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ., 199 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι δύο οικισμοί, η Πέρα Σκάφη (68 κάτ., υψόμ. 500 μ.) και το Αργαστήρι (36 κάτ.,… …   Dictionary of Greek

  • κατασκαφάς — κατασκαφά̱ς , κατασκαφή razing to the ground fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”